-
61 κατ-ωμίζω
-
62 κατ-ωθέω
-
63 κατ-όπτευσις
κατ-όπτευσις, ἡ, das Ausspähen.
-
64 κατ-όπτης
κατ-όπτης, ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.
-
65 κατ-όπτησις
κατ-όπτησις, ἡ, starkes Braten, Galen.
-
66 κατ-όπτομαι
(κατ-όπτομαι), nur fut. κατόψομαι zu καϑοράω.
-
67 κατ-όπισθε
κατ-όπισθε, vor einem Vocal u. auch sonst κατόπισϑεν, 1) vom Ort, hinterher, hinterdrein, im Rücken; Il. 23, 505 Od. 22, 92; τινός, 11, 6. 12, 148. – 2) von der Zeit, hintennach, in Zukunft; Od. 22, 40. 24, 546; κατόπισϑε λιπέσϑαι, nachgelassen werden, hinterbleiben, 21, 116; vgl. Plat. Rep. II, 363 d; ὁ κατόπισϑεν λογισμός Tim. 57 d. – 3) vom Range; ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισϑεν ϑνατοῖς ἀμελεῖται, wird hintenangesetzt und vernachlässigt, Eur. I. A. 1093.
-
68 κατ-όπιν
κατ-όπιν, = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισϑεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
-
69 κατ-όρυξις
κατ-όρυξις, ἡ, das Vergraben, Eingraben, Theophr.
-
70 κατ-όρθωσις
κατ-όρθωσις, ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορϑώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορϑώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρϑωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρϑωσιν ποιεῖσϑαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρϑωμα, Cic. de fin. 3, 14.
-
71 κατ-όρθωμα
κατ-όρθωμα, τό, das Gerad-, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte; Pol. 1, 19, 12 u. öfter; D. Hal. 5, 44; D. Sic. 5, 20; Plut. Alc. 9 u. a. Sp. – Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum, Cic. de fin. 3, 7 offic. 1, 3; Ggstz ἁμαρτήματα Sezt. Emp. adv. phys. 1, 16.
-
72 κατ-όσσομαι
κατ-όσσομαι (s. ὄσσομαι), sich vor Augen stellen u. betrachten, ὀφϑαλμοὶ πάντη πάντα κατοσσόμενοι Polystrat. 1 (XII, 91).
-
73 κατ-ότι
-
74 κατ-όχιμος
κατ-όχιμος, besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ χωρίον Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.
-
75 κατ-όχιον
-
76 κατ-όψιος
κατ-όψιος, vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆςδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.
-
77 κατ-όζω
-
78 κατ-όμβρισις
κατ-όμβρισις, ἡ, das Beregnen, Sp.
-
79 κατ-όνομαι
κατ-όνομαι (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοϑῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
-
80 κατ-όμνῡμι
κατ-όμνῡμι (s. ὄμνυμι), beschwören, durch einen Eid bekräftigen; τινί τι, Ar. Av. 447; τὼ ϑεὼ κατώμοσας, du hast bei ihnen geschworen, sie als Zeugen des Eides angerufen, Eccl. 158; Πέλοπα κατόμνυμι Eur. I. A. 473; τὴν ἐμὴν ψυχήν Or. 1517; ὅρκον I. T. 790; mit doppeltem accus., ἅγιον ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Hel. 841; Sp. auch c. gen., τῆς κεφαλῆς, beim Haupte, Suid.; absolut, Ar. Ran. 305. – Med. sich mit einem Eide binden, schwören, κατωμνύμην φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέειν Her. 6, 69; τοῦ Δημαρήτου 6, 65, gegen den Demaratus, d. h. ihn anklagen; öfter bei Paus. Vom Klägereide, Dem. τὸν ἀδελφὸν κατωμόσατο ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι τοῦ ἐμοῦ 39, 4. Auch κατόμνυσϑε τοὺς ϑεούς, Aristaen. 2, 20. Bei Synes. im Ggstz von ἀπόμνυμι.
См. также в других словарях:
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek