Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἄ-ῡλος

  • 1 αυλος

        I.
         αὐλός
        ὅ
        1) свирель, флейта Hom., HH.
        

    ὑπ΄ αὐλοῦ Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν и πρὸς (τὸν) αὐλόν Xen., Plut. — под звуки свирели;

        δίδυμοι αὐλοί Theocr.двуствольная цевница

        2) трубка, втулка, полый стержень Hom., Xen.
        3) анат. трубка, сосуд, каналец Arst.
        4) струя
        

    (αἵματος Hom.)

        II.
         ἄυλος
         ἄ-ῡλος
        2
        невещественный, нематериальный
        

    (δύναμις Arst.; ἀσώματος καὴ ἄ. Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αυλος

  • 2 ενυλος

         ἔνυλος
        2
        содержащийся в веществе, присущий материи

    Древнегреческо-русский словарь > ενυλος

  • 3 Ορεκτικός

    [трэптикос] επ. питательный. Θ.επτικότητα [трэптикотита] ουσ. Θ. питательность. Θ.έφω [трефо] ρ. кормить Θ.έψη [трэпси] ουσ. θ. откармливание, вскармливание, Θ.ήνος [тринос] ουσ. α рыдание, плач, Θ.ηνώ [трино] ρ. рыдать, оплакивать. Θ.ησκεία [трискиа] ουσ. θ. религия. Θ.ησκευτικός [трискэфтикос] επ. религиозный, Θ.ήσκος [трискос] επ. верующий. Θ.ιαμβευτής [триамвэфтис] ουσ. а. победитель, Θ.ιαμβευτικός [триамвэфтикос] επ. победный, Θ.ιαμβεύω [триамвево] ρ. ликовать Θ.ίαμβος [триамвос] ουσ. α триумф, ликование, Θ.όνος [тронос] ουσ. а. трон, престол. Θ.υλικός [триликос] επ. ужастный Θ.ύλος [трилос] ουσ. а. легенда. Θ.υμματίζω [тримматизо] р. дробить, крошить, Θ.ελλα [тиэлла] ουσ. Θ. шторм, гроза. Θ.ελλώδης [тиэллодис] επ. бурный, грозовой, Θ.μα [тима] ουσ. о. жерт Θ.μάρι [тимари] ουσ. о. тимьян Θ.μιάζω [тимиазо] р. курить фимиам Θ.μίαμα [тнмиама] ουσ. о. фимиам Θ.μιατό [тимиато] ουσ. о. курильница. Θ.μίζω [тимизо] р. напоминать, Θ.μός [тимос] ουσ. а. гнев, ярость, раздажение. Θ.μωμένος [тимомэнос] επ. раздражённый, Θ.μώνω [тимоно] ρ. (μτβ.) сердить, раздражать, Θ.ρωρός [тиророс] ουσ. а. швейцар. Θ.σία [тисиа] ουσ. Θ. жертва, Θ.σιάζω [тисиазо] р. жертвовать. Θ.ρώ [торо] р. наблюдать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ορεκτικός

См. также в других словарях:

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβύλος — ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α) λοιδορητικός, σκωπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. υλος (πρβλ. στρογγ ύλος, στωμ ύλος)] …   Dictionary of Greek

  • κάθυλος — κάθυλος, ον (Α) δενδρώδης, δασώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + υλος (< ὕλη «δάσος»), πρβλ. άν υλος, έν υλος] …   Dictionary of Greek

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… …   Dictionary of Greek

  • στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα …   Dictionary of Greek

  • Χρεμύλος — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ τού χρεμ ετ ίζω* + επίθημα ύλος (πρβλ. Χρομ ύλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»