-
101 ὁρμαθός
A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl. Ion 533e; of bats, Od.24.8; ; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl. 765, Lys. 647 ; ;ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2
; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl. Ion 533e, 536a ;γραμματιδίων Thphr.Char.6.8
; perh. of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698;ἐρώτων Anacreont.13.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρμαθός
-
102 ὁρμέω
A to be moored, lie at anchor, of a ship,ἐν Ἐλαιοῦντι Hdt.7.22
; πρὸς γῇ ib. 188 ;ἀκταῖσιν E.Or.55
;ἐν λιμένι Th.1.52
; opp. μετέωρος ὁ., Id.4.26 ;οὗ ναῦς ὁρμεῖ E.IT 1043
;ἐνταῦθα D.35.29
;κατὰ τὴν Κύρου σκηνήν X.An.1.4.3
:—[voice] Med., moored themselves, came to anchor,Hdt.
7.188 codd. ( ὅρμεον τὸ is prob. cj.).II prov. phrases, ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁ., etc., v. ἄγκυρα: metaph.,ἐπὶ σμικροῖς μέγας ὁ. S.OC 148
(anap.);ἐπὶ τῆς ἐκείνων ἀρετῆς ὁ. Aristid.1.134
J. ;ἐπὶ τῆς ποιητικῆς δυνάμεως Luc.Dem. Enc.18
. -
103 ὁρμιά
-
104 ὁρμίζω
A- ίσσω Il.14.77
: [tense] aor.ὥρμισα Od.4.785
, etc.:— [voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut.- ιοῦμαι Th.6.42
: [tense] aor.ὡρμισάμην Hdt.9.96
, Th. 2.86, etc.: less freq. ὡρμίσθην (v. infr.): [tense] pf. : ( ὅρμος II):—bring to a safe anchorage, bring into harbour, moor, anchor,νῆα Od.3.11
, 12.317, cf. Hdt.6.107 ;ἐπ' ἀγκυρῶν [τριήρεις] Th.7.59
; ὑψοῦ δ' ἐν νοτίῳ τήν γ' ὥρμισαν moored the ship in the deeper water, Od.4.785, 8.55 ;ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφεὶς ὥσπερ ἀγκύρας X.An.3.5.10
; οἴκαδ' ὁ. πλάτην bring the ship safe home, E.Tr. 1155 (v. l.); ὁ. τινὰ εἰς λιμένας, of Zeus, AP9.9 (Jul. Polyaen.); bring to land, ἀσπίδα.. θάλασσα.. παρὰ τύμβον.. ὥρμισεν ib. 115: metaph., ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην that she wrapped it safely, put it to rest, in swathing bands, A.Ch. 529.II [voice] Med. and [voice] Pass., come to anchor, lie at anchor, Hdt.9.96, Antipho 5.22 ;Κύπριδος ὁρμισθεῖσα.. ἐν λιμένεσσιν Emp.98.3
, cf. E.Or. 242 ; ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω [τοῦ Ῥίου] ὡρμίσαντο, Th.2.86;ὡρμίσαντο παρὰ τῇ Χερρονήσῳ X.An.6.2.2
; πρὸς ταὐτὸν ὁρμισθεὶς πέδον having come to a place and anchored there, S.Ph. 546 ;πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς X.HG1.4.18
;ὡρμίσαντο εἰς Ἁρμήνην Id.An.6.1.15
, cf. D.7.15, etc.;ταῖς λοιπαῖς [ναυσὶν] ἐς τὸ νησίδιον ὁρμίζονται Th.8.11
.2 metaph., to be in haven, i. e. rest in safety,εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης Philem. 213.9
; ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν, i.e. to die, Ael.Fr.79 ; dependent on..,E.
HF 203. -
105 ὁρμίσκος
A small necklace, IG12.317.6, Chares 3 J., LXX Ca.1.10, IG12(8).51.18 (Imbros, ii B. C.), Ph.1.665, Ael.NA8.4.3 collar, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρμίσκος
-
106 ὅρμισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅρμισμα
-
107 ὑδροστόλος
ὑδρο-στόλος, ὁ,A watering-place for ships,λιμὴν μέγας, ὅρμος ναυσὶ καὶ ὑδροστόλος Peripl.M.Eux.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδροστόλος
-
108 ὑφόρμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφόρμιον
-
109 ὕφορμος
ὕφορμ-ος, ὁ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕφορμος
-
110 εἴρω
εἴρω (1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, ( Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; ( Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.εἴρω (2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strung’ with beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴρω
-
111 εὔορμος
εὔ-ορμος: affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔορμος
-
112 ὁρμαθός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁρμαθός
-
113 πάνορμος
πάν-ορμος: offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάνορμος
-
114 ἄνορμος
-
115 ἄφορμος
ἄφ-ορμος, aus dem Hafen; ἀφορμηϑείς, mach dich fort aus meinem Lande -
116 δύςορμος
δύς-ορμος, schlecht zum Anlanden. Auch πνοαί im Hafen: zurückhaltende Winde. Übertr., τὰ δύςορμα, unwegsame Stellen, wo man nicht gut fußen kann -
117 δυςπροςόρμιστος
δυς-προς-όρμιστος u. δυς-πρός-ορμος, ungünstig für das Landen; von der Küste; ἀπόβασις, schwierige Landung -
118 δυςπρόςορμος
δυς-προς-όρμιστος u. δυς-πρός-ορμος, ungünstig für das Landen; von der Küste; ἀπόβασις, schwierige Landung -
119 ἔξορμος
-
120 εὐάφορμος
εὐ-άφ-ορμος, von guter Gelegenheit, bequem; leicht zu verteidigen
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Όρμος Πανόρμου — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek