-
1 οσιάν
-
2 ὁσιᾶν
-
3 οσίαν
ὁσίᾱν, ὅσιοςhallowed: fem acc sg (attic doric aeolic)ὁσίᾱν, ὁσίαdivine law: fem acc sg (attic doric aeolic) -
4 ὁσίαν
ὁσίᾱν, ὅσιοςhallowed: fem acc sg (attic doric aeolic)ὁσίᾱν, ὁσίαdivine law: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 ἐπινεανιεύομαι
A behave like a youth, in good sense, Poll.3.121; ὁνοῦς ἐ. καλὴν καὶ ὁσίαν νεανιείαν Ph.1.258
; also in bad sense, ἐπινεανιευόμενός φησι with youthful audacity, Plu.2.1079d, cf. Ph.1.203, 298.2. commit further outrages, Lib.Decl.13.9,56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινεανιεύομαι
-
6 ἐφευρίσκω
ἐφευρ-ίσκω, [dialect] Ion. [pref] ἐπ-, [tense] fut. ἐφευρήσω: [tense] aor. 2 ἐφηῦρον or ἐφεῦ-; [dialect] Aeol.Aἐπεύρ[οι] Sapph.Supp.4.9
: [tense] pf. (lyr.), Euphro 1.17, etc.:— find or discover, find anywhere,εἴ που ἐφεύροι ἠῑόνας λιμένας τε Od.5.439
, cf. 417, Pl.Phdr. 266a: usu. c. part.,ὃν δ' αὐ.. βοόωντα ἐφεύροι Il.2.198
;δαινυμένους δ' εὐ πάντας ἐφεύρομεν Od.10.452
; τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν we discovered her undoing it, 24.145, cf. S.El. 1093 (lyr.), Pl.Plt. 307c; Κύπρι.. σε πικροτάταν ἐπεύροι prob. in Sapph. l.c.:—[voice] Pass.,μὴ ἐπευρεθῇ πρήσσων Hdt.9.109
;κλέπτων ὅταν τις.. ἐφευρεθῇ S.Fr. 930
; δρῶν ἐφευρίσκῃ ([ per.] 2sg.) Id.OC 928; ἐφηύρημαι κακός (sc. ὤν) Id.OT 1421, cf. Ant. 281;δειλὸς ὤν ἐφηυρέθης E.Supp. 319
.II find out, invent, of arts, [ τέχναν] Pi.P.12.7 ([voice] Med. μῆτιν -ευρομένοις ib.4.262);σοφῶς ἐφεῦρες ὥστε μὴ θανεῖν E.Alc. 699
.2 find out, discover,ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς S.Fr.432.8
; χρόνου διατριβάς ib. 479, cf. Cratin. 140; ;ὁσίαν ἐπίνοιαν SIG799.5
(Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφευρίσκω
-
7 ὁσία
A divine law, οὐδ' ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν it is against the law of God and nature to.., Od.16.423, cf. 22.412, Pi.P.9.36, Call.Aet.3.1.5 ; τοῖσι οὐδὲ κτήνεα ὁσίη θύειν ἐστί those for whom it is not lawful, Hdt.2.45 ; ὅσον.. ὁ. ἐστὶ λέγειν ib. 171 ;ἐκ πάσης ὁ. h.Merc. 470
; ὁσίης πλέον εἰπεῖν more than law allows, Emp.4.7 ; νομίσας πολλὴν ὁ. τοῦ πράγματος holding the thing fully sanctioned, Ar.Pl. 682 ;οὔτε θεοὺς οὔθ' ὁσίαν οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐποιήσατ' ἐμποδών D.21.104
; τῶν ἱερῶν ὀσία παντί all may share lawfully in the rites, Berl.Sitzb.1927.158 ([place name] Cyrene): personified Ὁσία, Righteousness, E.Ba. 370 (lyr.).II the service or worship owed by man to God, rites, offerings, etc., κἀγὼ τῆς ὁσίης ἐπιβήσομαι ἧς περ Ἀπόλλων I will enter into (enjoyment of) the same worship as A., h.Merc.173 ; ὣς ὁσίη γένετο the rites were established, h.Ap. 237 ; ὁσίη κρεάων the rite of the flesh-offering, h.Merc.130: so without a gen., offering,λιτῇ προσγελάσαις ὁσίῃ AP9.91
(Arch.Jun.).2 funeral rites, last honours paid to the dead,τὴν ὁ. ἀποπληροῦν Iamb.VP30.184
.III prov., ὁσίας ἕκατι for form's sake, Lat. dicis causa, E.IT 1461 ;ὁσίας ἕνεκα Eub.110
, Ephipp.15.4 ; so ὁσίᾳ (or Ὁσίᾳ)δίδωμ' ἔπος τόδε E. IT 1161
. ( οὐκ ὀσία Berl.Sitzb. l. c.)
См. также в других словарях:
ὁσιᾶν — ὅσιος hallowed masc/fem gen pl (doric) ὁσία divine law fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁσίαν — ὁσίᾱν , ὅσιος hallowed fem acc sg (attic doric aeolic) ὁσίᾱν , ὁσία divine law fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JUSTA Funerea — apud Plin. l. 10. c. 2. ubi de phoenice ave, Primus de eo prodidit Manilius sacrum in Arabia Soli esse, vivere Annis DCLX. senescentem casiâ turisque surculis construere nidum, replere odoribus, et superemori. Ex assibus deinde et medullis eius… … Hofmann J. Lexicon universale
LUDUS, a LYDIS — qui ex Asia transvenae, Duce Tyrrheno, cum fratri suo regni contentione cederet, in Hetruria consederint, ibique inter ceteros ritus superstitionum suarum spectacula quoque religionis nomine instituerint, quibusdam dictus videtur. Varro Ludos a… … Hofmann J. Lexicon universale
PATRUM Canones — dictus Codex Canonum, Graece Βίβλος Κανόνων, alias Corpus Canonum, item Corpus Codicis Canonum; Post tempora enim Synodi Nicaenae primae, Ecclesia duplici iure uti coepit, divinâ, quod in S. Literis et canonicô, quod in Canonum Codice… … Hofmann J. Lexicon universale
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κεφαλληνός, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1856 – 1943). Λόγιος. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Κέρκυρας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Φλωρεντία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλολογίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Μετά την… … Dictionary of Greek