-
1 οσάγωνος
-
2 ὁσάγωνος
-
3 ὁσάγωνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁσάγωνος
См. также в других словарях:
οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] … Dictionary of Greek
ὁσάγωνος — of whatever number of sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)