Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁστισοῦν

См. также в других словарях:

  • ὁστισοῦν — ὅστις that masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδοστισούν — μηδοστισοῡν, ουδ. μηδοτιοῡν και μηδ ὅστις οὖν, μηδ ὅ,τι οὖν (Α) ούτε καν ένας, κανένας («μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾱν δρᾱν μηδ ὁτιοῡν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ὁστισοῦν] …   Dictionary of Greek

  • ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»