Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁστισδήποτε

См. также в других словарях:

  • οστισδήποτε — ητισδήποτε, οτιδήποτε (Α ὁστισδήποτε, ἡτισδήποτε, ὁτιδήποτε) (αόρ. αντων.) όποιος και αν, όποιος και να, οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅστις, ἥτις, ὅ, τι + αορστλ. μόριο δήποτε] …   Dictionary of Greek

  • δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… …   Dictionary of Greek

  • ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»