-
1 οστισδηποτε
ἡτισδήποτε, ὁτιδήποτε тж. раздельно какой(кто)-то, тот или инойὁτιδήποτε πρῆξαι Her. — что-то такое сделать;
ὅ Τισίας ἢ ἄλλος ὁστισδήποτ΄ ὤν Plat. — Тисий или кто бы то ни было другой -
2 οστισδήποτε
ητισδήποτε, ο, τιδήποτε αντων.1) уст. любой, каждый, кто; тот, который; 2) всё, что; ο, τιδήποτε θελήσεις всё, что ты захочешь, что бы ты ни захотёл(а)
См. также в других словарях:
οστισδήποτε — ητισδήποτε, οτιδήποτε (Α ὁστισδήποτε, ἡτισδήποτε, ὁτιδήποτε) (αόρ. αντων.) όποιος και αν, όποιος και να, οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅστις, ἥτις, ὅ, τι + αορστλ. μόριο δήποτε] … Dictionary of Greek
δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… … Dictionary of Greek
ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… … Dictionary of Greek