1 οσσιχος
Древнегреческо-русский словарь > οσσιχος
οσσίχος — ὁσσίχος, η, ον και ὅσσιχος, ίχη, ον (Α) όσο μικρός ή όσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. μείλ ιχος)] … Dictionary of Greek
ὁσσίχον — ὁσσίχος as little masc acc sg ὁσσίχος as little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)