-
1 οσοσδηποτε
-
2 οσοσδήποτε
οσηδήποτε, οσο[ν]δήποτε αντων. сколько бы ни -
3 οποσοσδήποτε
οποσηδήποτε, οποσονδήποτε см. οσοσδήποτε
См. также в других словарях:
οσοσδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οσηδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οσοδήποτε — οσοσδήποτε, οσηδήποτε, οσοδήποτε αντων. αναφ., όσος κι αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek