-
1 ὁσάκις
ὁσάκις, poet. auch ὁσάκι, ep. ὁσσάκι, wievielmal, Hom. c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit, ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε, Il. 21, 165. 22, 194, vgl. Od. 11, 585, wo τοσσάκι entspricht; u. sp. D., wie Callim. Del. 254; auch in Prosa, ὁσάκις Ἀϑήναζε ἀφικοίμην, Plat. Theaet. 143 a; Charmid. 158 a.
-
2 ὁσάκις
ὁσάκις, wievielmal, c. opt. der wiederholten Handlung in Beziehung auf die Vergangenheit -
3 πρεσβεύω
πρεσβεύω, 1) älter od. der Aelteste sein; Soph. O. C. 1424; Thuc. 6, 55; Plat. Legg. XII, 951 e; – c. gen. der Person, die man an Alter übertrifft, Her. 7, 2, wie Sp., z. B. D. Cass. 57, 12; vom Weine sagt Archestrat. bei Ath. I, 29 c ἐὰν ᾖ πολλαῖς πρεσβεύων ἐτέων ὥραις; a. D.; – ehren, achten, vorziehen, πάντων δὲ πρῶτον τόνδε πρεσβεύσω τάφον, Aesch. Ch. 481; Eum. 1; μὴ τὸ μητρὸς ὄνομα πρεσβεύσῃς πλέον, Soph. Tr. 1055; Eur. Hipp. 5 Rhes. 941; τοὺς αὐτοὺς πρεσβεύω καὶ τιμῶ, Plat. Crit. 46 b; dah. pass. geachtet werden, den ersten Platz einnehmen, vorstehn, Aesch. Eum. 21; κακῶν πρεσβεύεται τὸ Λήμνιον λόγῳ, Ch. 631; τὸ πρεσβύτερον ὡς οὐ σμικρῷ τοῠ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον ἔν τε ϑεοῖσι καὶ ἐν ἀνϑρώποις, Plat. Legg. IX, 879 b. – Uebh. besorgen, behandeln, λόγους, D. L. prooem. 18, Luc. piscat. 23. – Auch intr., den Vorzug, den Vorrang vor andern haben, φήμ' ἔγωγε πρεσβεύειν πολύ, Soph. Ant. 716; – c. gen., τῶν πολλῶν πόλεων, Plat. Legg. VI, 752 e; dah. obwalten, herrschen, Ὀλύμπου τοῠδ' ὁ πρεσβεύων πατήρ, Soph. Ai. 1368. – 2) Gesandter sein, als Gesandter reisen, unterhandeln; Eur. Heracl. 480; ἤδη πεπρέσβευκας, Ar. Ach. 585; u. in Prosa : πρεσβεύειν τὴν εἰρήνην, als Gesandter den Frieden unterhandeln, Andoc. 3, 23, wie Isocr. 4, 177; auch φιλίαν, Andoc. 3, 29; ὁσάκις παρὰ μέγαν βασιλέα πρεσ βεύων ἀφίκετο, Plat. Charm. 158 a, u. öfter; Xen. u. Folgde, wie Plut. Alcib. 24. Häufiger in dieser Bdtg im med., wie Thuc. 1, 31. 94. 4, 41 u. sonst; gew. absol., ἦλϑον ἐς τοὺς Βοιωτοὺς πρεσβευόμενοι, als Gesandte, 5, 39; auch = eine Gesandtschaft schicken, πρεσβευομένοις αὐτοῖς πανταχόσε βοηϑεῖν οὐδεὶς ἤϑελε, Plat. Legg. III, 698 d; Thuc. 1, 67. 91. – Aber pass. ist ἀπαγγέλλειν τι τῶν πεπρεσβευμένων Dem. 19, 19.
-
4 ὁσσάτιος
ὁσσάτιος, ep. = ὅσα, ὁσάκις, ὁσάτιος.
-
5 ὁσαχοῦ
См. также в других словарях:
ὁσάκις — as many times as indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσάκις — (ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι) επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. ολιγιστ άκις)] … Dictionary of Greek
ὁσσάκι — ὁσάκις as many times as epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek
εύτε — εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α) επίρρ. 1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που 2.… … Dictionary of Greek
ηνίκα — ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα) (χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ » Σοφ.) αρχ. 1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις 2. φρ. «ἡνίκ ἄν» όταν 3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
οποσάκις — (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν) (αναφ. επίρρ.) 1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.) 2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν … Dictionary of Greek
οποτεδήποτε — (Α ὁποτεδήποτε) επίρρ. σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε οποιονδήποτε χρόνο, όποτε («έλα οποτεδήποτε θελήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπότε + αορστλ. μόριο δήποτε* (πρβλ. οσακις δήποτε)] … Dictionary of Greek
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek