-
1 ορικως
-
2 ορικώς
-
3 ὁρικῶς
См. также в других словарях:
ὁρικῶς — ὁρικός akin to definition adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… … Dictionary of Greek