-
1 ορίζοντα
ὁρίζωdivide: pres part act neut nom /voc /acc plὁρίζωdivide: pres part act masc acc sgὁρίζωνseparating circle: masc acc sg -
2 ὁρίζοντα
ὁρίζωdivide: pres part act neut nom /voc /acc plὁρίζωdivide: pres part act masc acc sgὁρίζωνseparating circle: masc acc sg -
3 горизонт
-а α.1. ορίζοντας•солнце скрылось за -ом ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα.
2. μτφ. κύκλος γνώσεων, έκταση αντίληψης•человек с широким -ом άνθρωπος με πλατύ ορίζοντα.
3. πλθ. -ы ορίζοντες, κύκλος ενεργειών, δυνατοτήτων•он открал новые -ы в науке αυτός άνοιξε νέους ορίζοντες στην επιστήμη.
4. υδροστάθμη.εκφρ.появиться на -е – εμφανίζομαι στον ορίζοντα(κοινωνικό κλπ.), изчезнуть с -а εξαφανίζομαι από τον ορίζοντα (κοινωνικόν ή άλλον). -
4 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
5 ορίζοντας
[-ων (-οντος)] ο прям., перен. горизонт; кругозор;πολιτικός ορίζοντας — а) политический кругозор; — б) политическая обстановка;
ανοίγω νέους ορίζοντες — открывать новые горизонты;
έχω στενό ορίζοντα — быть ограниченным человеком;
χάνομαι απ' τον ορίζοντα — исчезнуть с горизонта;
με ευρύ ( — или πλατύ) ορίζοντα — с широким кругозором
-
6 горизонт
горизонтм прям., перен ὁ ὁρίζοντας, ὁ ὁρίζων:человек с широким \горизонтом ἄνθρωπος μέ εὐρύ ὁρίζοντα· ◊ исчезнуть с \горизонта χάθηκε ἀπ· τόν ὁρίζοντα. -
7 φάσις
A denunciation, information laid, , cf. Lys.Fr. 209 S., Din.Fr.89.36, D.25.78, Lex ap.eund.35.51;ἡ περὶ τὸ πλοῖον φ. Id.58.5
, cf. SIG695.83 (Magn.Mae., ii B. C.).II ([etym.] φαίνομαι) appearance, of stars, Ti.Locr.97 b, Arist.Mete. 342b34, Nic.Th. 122, Phld.D.3.10, etc.: special uses,a πρὸς τὸν ὁρίζοντα φ. appearance above the horizon, opp. ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα κρύψις, Gem.13.2.b heliacal rising, opp. κρύψις, φ. ἑῷαι, ἑσπέριαι, Ptol. Tetr.99, cf. Alm.8.6, al.c including the previous signf. and κρύψεις, Id.Phas.p.3 H., al. (pl.), Vett.Val. 241.30 (pl.).------------------------------------II statement, proposition, comprehending both κατάφασις and ἀπόφασις ( affirmation and denial), these being αἱ ἀντικείμεναι φ., ib. 21b18, Metaph. 1011b14, 1062a6;ἀναπόδεικτοι φ. Id.EN 1143b12
: opp. ζήτησις, ib. 1142b14.3 mere assertion, without proof, PCair.Zen.620.20 (iii B.C.), Hipparch 2.2.23, Phld.Rh.2.296 S.: pl., Mitteis Chr. 31 ix 8 (ii B.C.), Hipparch.1.1.9, Phld.Mus.p.77 K.4 judgement, sentence, Greg.Cor. in Hermog. in Rh.7(2).1121 W.5 rumour, Act.Ap. 21.31; but, tidings,καλαὶ φ. POxy. 805
(i B. C.); πέμψον μοι τὴν φ. send me word, ib. 2149.17 (ii/iii A.D.), cf. 293.4,8 (i A.D.), 530.30 (ii A. D.).6 in Music, dub. sens., ἐνῆς ( = ἐνῆν)ἐν τῷ μέλει πολλὰ φ. IG7.1818.7
(Thespiae, iii B. C.). -
8 δείλετο
δείλετο, Aristarchs Lesart Odyss. 7, 289, εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ. δείλετό τ' ἠέλιος, καί με γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν, var. lect. δύσετο; δείλετο ist Verbum zu ἡ δείλη, der Nachmittag, δείλετο ἠέλιος = die Nachmittagssonne stand am Himmel; Scholl. Didym. δύσετό τ' ἠέλιος: εἰς δύσιν ἐκλίνετο. Ἀρίσταρχος γράφει δείλετο, ὅ ἐστιν εἰς δείλην ἐκλίνετο. πρὸ δυσμῶν γάρ, φησί, συνέτυχε τῇ Ναυσικάᾳ ὁ Ὀδυσσεύς, anderes Scholium δείλετό τ' ἠέλιος: ὅ ἐστιν εἰς δείλην ἐκλίνετο· πρὸ δυσμῶν γὰρ συνέτυχε τῇ Ναυσικάᾳ ὁ Ὀδυσσεύς, τοῦ ἡλίου μὴ φϑάσαντος εἰς τὸν δυτικὸν ὁρίζοντα, ἀλλ' ἐπέχοντος ἐφ' ἱκανόν. ὅτε γὰρ ἔδυ ὁ ἥλιος, τότε εἰς τὸ ἄλσος ἔφϑασαν τῆς Ἀϑηνᾶς οὗτοι, ὡς καὶ ὁ ποιητὴς »δύσετό τ' ἠέλιος καὶ τοὶ κλυτὸν ἂλσος ἵκοντο (6, 321)«, καὶ τὰ λοιπά; Eustath. p. 1580, 16 ἐν δὲ τῷ »ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ« καὶ »δείλετό τ' ἠέλιος« τριμερῆ τὴν ἡμέραν ἔτεμεν ὡς καὶ ἀλλαχοῠ. ἤγουν εἰς πρωΐαν, μεσημβρίαν καὶ δείλην. ἐν δὲ τῷ »δείλετο«, γραφόντων τινῶν δύσετο, ἤγουν ἔδυνε, – φασὶν οἱ παλαιοί, ὡς Ἀρίσταρχος οὐ γράφει δύσετο, ἀλλὰ δείλετο, ὅ ἐστιν εἰς δύσιν ἀπέκλινε. καὶ σημείωσαι τὴν λέξιν σύστοι χον οὖσαν τῇ δείλῃ. εἰ δὲ τὸ δείλετο ἀσύνηϑές ἐσ τιν, ἀλλὰ τὸ δειελιήσας ἐν τοῖς μετὰ ταῠτα (Od. 17, 599) κεῐται παρὰ τῷ ποιητῇ. Bekker schreibt δύσετο sowohl in der Ausgabe von 1843 als in der von 1858. Allerdings laßt sich diese Lesart vertheidigen, ohne daß man zu der von Buttmann Lexil. 2, 193 in dieser Sache spöttisch abgewiesenen »Fugen-Kritik« seine Zuflucht nimmt; aber Alles zusammengenommen, Aristarchs Auctorität, der nur die besten unter den überlieferten Lesarten auszuwählen pflegte, keine Lesarten erfand, der Zusammenhang der Begebenheiten in Odyss. 6 und 7, die Angabe der Zeiten in der Stelle selbst, παννύχιος – ἐπ' ἠῶ – μέσον ἦμαρ, woran sich δείλετο ἠέλιος besser anschließt als δύσετο, der Umstand, daß sich das so häufige δύσετο weit leichter für δείλετο einschleichen konnte als das sonst im Homer nicht vorkommende δείλετο für δύσετο, endlich die verwandten Homerischen Wörter δείλη, δείελος, δειελιάω: das Alles läßt δείλετο doch als die ächte Lesart erscheinen. Von einer »Fuge« zwischen Od. 6 und 7, deren Annahme der gute Buttmann in unklaren Ahnungen befürchtete, kann bei besonnenen Kritikern nicht die Rede sein.
-
9 ὁρίζω
ὁρίζω, begränzen, abgränzen, durch Gränzen sondern; Ἀσίην τῆς Λιβύης, Her. 2, 16; ὡς ἡμᾶς πολὺ πέλαγος ὁρίζει τῆς Ὀδυσσέως νεώς, Soph. Phil. 632, Schol. διΐστησιν; auch ἐπεί μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος, Eur. Hec. 941; pass., ὅροις ὑγροῖς ὡρι-σμένη, Ion 295; ἀπό τινος, Plat. Tim. 53 a; λίϑον ὁρίζοντα φιλίαν τε καὶ ἔχϑραν ἔνορκον παρὰ ϑεῶν, Legg. VIII, 843 a; ὁρίζειν τὴν ἀρχήν, begränzen, Xen. Cyr. 8, 6, 21; Τύρης ποταμὸς οὐρίζει τήν τε Σκυϑικὴν καὶ τὴν Νευρίδα, d. i. er trennt, Her. 4, 51, wie Xen. An. 4, 3, 1; – die Gränzen destimmen, übh. bestimmen, πατρὸς γὰρ αἶσα τόνδε σοὐρίζει μόρον, Aesch. Ch. 914; πατρώῳ Διῒ βωμοὺς ὁρίζει, Soph. Trach. 751; οἱ τούςδ' ἐν ἀνϑρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; εἰς τήνδε παῖδα ὥρισαν φόνου ψῆφον, Eur. Hec. 259, vgl. Ion 1222; ἥν περ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, I. T. 979; ὃν χρόνον ὁ νόμος ὥρισεν, Plat. Legg. IX, 864 e; ὡρικέναι ϑάνατον ζημίαν, den Tod als Strafe festgesetzt haben, Dem. 26, 23; pass., τὰ παρ' ἀνϑρώποις ὡρισμένα δίκαια, Pol. 2, 8, 12, öfter; ἐγὼ γὰρ αὐτὸ μὲν οἶδα καὶ ὁρίζω τὸ συμβεβηκὸς ἡλίκον ἐστίν, Plut. consol. ad ux. 1. – Med. sich die Gränzen bestimmen, und sich das Um gränzte zueignen, ὁρίζομαι δὲ τήνδε Πεῤῥαίβων χϑόνα, Aesch. Suppl. 253, das Land der Perrhäber liegt in meinen Gränzen; für sich bestimmen, festsetzen, μῆχαρ, 389; ἔνϑ' ὁρίζεται βωμούς, Soph. Tr. 236, wie das act.; ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν, Eur. I. T. 969; στήλας ὁρισάμενοι, Xen. An. 7, 5, 13, Säulen sich als Gränzen bestimmen; εἰπέ, τίνα ὅρον ὁρίζει, welche Gränze setzest du fest? Plat. Gorg. 470 b; ἡδονῇ καὶ ἀγαϑῷ ὁριζόμενος τὸ καλόν, 475 a, u. so öfter, die Gränzen eines Begriffes bestimmen, ihn definiren, βούλει οὖν ὁρισώμεϑα ὁποῖα ταῦτ' ἔστιν; Phaed. 104 c; mit folgdm accus. c. inf., εἴ τις ὁριεῖται δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν, Theaet. 190 d; vgl. Aesch. 1, 137; οἱ πλεῖστοι ὁρίζονται τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν ἄνδρας ἀγαϑοὺς εἶναι, Xen. Hell. 7, 3, 12, sie bestimmen sie als, erklären sie für gute Männer; νόμῳ ὁρίζομαι τὸ δίκαιον, Lys. 2, 19; ὁρίζονται τὰς ἀρετὰς ἀπαϑείας τινὰς καὶ ἠρεμίας, Arist. eth. 2, 3, öfter; – διςχιλίαν ὡρισμένος τὴν οἰκίαν, Dem. 31, 5, bezieht sich auf die an verschuldete Häuser mit Angabe der Schuldforderung gehefteten ὅροι, Tafeln, wie Poll. 9, 9 ὡρισμένον χωρίον τὸ ὑπόχρεων erklärt.
-
10 глубина
το βάθος- вруба - της εγκο-πής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глубина
-
11 горизонталь
1. (линия, параллельная плоскости горизонта) η γραμμή παράλληλη στον ορίζοντα, η οριζόντια γραμμή 2. (геод., карт.) η ισοϋψής καμπύληпроводить - χαράζω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонталь
-
12 плоскость
το επίπεδοглавная - мат. κύριο -наклонная - κεκλιμένο -, επικλινές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плоскость
-
13 секстант, секстан
1. (ав., астр., геод.) о εξάντας, το εκτοκύκλιο 2. (созвездие) о (αστερισμός) Εξάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секстант, секстан
-
14 кругозор
кругозорм прям., перен ὁ ὀρίζον-τας [-ων]:политический \кругозор ὁ πολιτικός ὁρίζοντας· человек с широким (с узким) \кругозором ὁ ἀνθρωπος μέ πλατύ (μέ περιοριοσμένο) ὁρίζοντα. -
15 разбрасывать
разбрасыватьнесов1. (δια)σκορπίζω/ σπέρνω (зерна, семена и т. п.):\разбрасывать по всему́ свету σκορπίζω στά τέσσερα σημεία τοῦ ὁρίζοντα·2. (приводить в беспорядок) σκορπίζω (или ρίχνω) ἐδῶ κι ἐκεΐ:\разбрасывать бумаги σκορπίζω τά χαρτιά. -
16 расширение
расширениес1. (действие) ἡ ἐπέκταση[-ις], ἡ διεύρυνση [-ις], ἡ πλάτυνση [-ις], τό φάρδεμα:\расширение кругозора ἡ διεύρυνση τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα·2. физ. ἡ διαστολή·3. мед. ἡ διαστολή, ἡδιόγκωσις:\расширение сердца ἡ διαστολή τής καρδίας· \расширение вен ὁ κιρσός·4. (более широкая часть) τό πλάτυσμα:\расширение трубы τό πλάτυσμα σωλήνος. -
17 расширить
расширитьсов, расширять несов εὐρύνω, πλαταίν», πλατύνω, φαρδαίνω, ἐπεκτείνω / μεγαλώνω (увеличивать):\расширить дорогу πλαταίνω τόν δρόμο· \расширить зрачки γουρλώνω τά μάτια· \расширить границы ἐπεκτείνω τά σύνορα· \расширить сферу влияния μεγαλώνω τήν σφαίρα ἐπιρροής μου· \расширить промышленное производство εὐρύνω τήν βιομηχανική παραγωγή· \расширить кругозор εὐρύνω τόν πνευματικό ὁρίζοντα. -
18 скрываться
скрыва||тьсяκρύβομαι, (άπο)κρύπτομαι/ γίνομαι ἀφαντος, ἐξαφανίζομαι (сбегать):солнце \скрыватьсяется за горизонтом ἡ ήλιος κρύβεται πίσω ἀπό τόν ὁρίζοντα· \скрыватьсяться из виду χάνομαι, ἐξαφανίζομαι. -
19 σημείο(ν)
τό1) знак; сигнал;κάνω σημεί — дать знак;
σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;
2) знак, значок, отметка;3) точка, пункт, центр; место;στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;
συναντήσεως — место встречи;4) пункт, положение (доклада, речи);κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;
5) пункт, момент;τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;
6) перен. признак; симптом; примета;δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;
νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;
§ προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;
τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света
-
20 σημείο(ν)
τό1) знак; сигнал;κάνω σημεί — дать знак;
σημείο(ν) προανατολισμού ( — или αναγνωρίσεως) — ориентир;
2) знак, значок, отметка;3) точка, пункт, центр; место;στρατηγικό σημείο(ν) — стратегический пункт;
συναντήσεως — место встречи;4) пункт, положение (доклада, речи);κύρια σημεία τού λόγου — основные положения доклада;
5) пункт, момент;τό σημείο(ν) στροφής — поворотный пункт;
6) перен. признак; симптом; примета;δείχνω (или δίνω) σημεία ζωής подавать признаки жизни; 7) физ. точка, момент;τό σημείο(ν) αδράνειας — момент инерции;
νεκρό σημείο(ν) — мёртвая точка;
§ προς όλα τα σημεία — по всем направлениям;
τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα — четыре страны света
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁρίζοντα — ὁρίζω divide pres part act neut nom/voc/acc pl ὁρίζω divide pres part act masc acc sg ὁρίζων separating circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… … Dictionary of Greek
αζιμούθιο — (Αστρον.). Όρος της αστρονομίας που δηλώνει τη γωνία που μετριέται κατά την ανοδική φορά, από τον νότο (S) προς τα δυτικά (Ο), μεταξύ δύο επιπέδων που περιέχουν την κατακόρυφο του παρατηρητή και διέρχονται το ένα από το σημείο του ορίζοντα Νότος… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
οριζόντιος — α, ο [ορίζοντας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα 2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα 3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση» αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αμφιφανείς αστερισμοί — (Αστρον.).Κατηγορία αστερισμών που ανατέλλουν, μεσουρανούν και δύουν σε αντίθεση με τους αειφανείς και τους αφανείς αστερισμούς, οι οποίοι βρίσκονται πάντοτε πάνω ή κάτω, αντίστοιχα, από τον ορίζοντα του παρατηρητή και γι’ αυτό είναι πάντοτε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ζενίθ — (Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή… … Dictionary of Greek