Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὁρμίσκος

См. также в других словарях:

  • ὁρμίσκος — small necklace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμίσκος — (I) ὁρμίσκος, ὁ (Α) [όρμος (Ι)] 1. μικρό περιδέραιο 2. σφραγίδα σε δαχτυλίδι. (II) ο μικρός όρμος, λιμανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρμος (ΙΙ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδ. Σκυλίσση] …   Dictionary of Greek

  • ὁρμίσκοι — ὁρμίσκος small necklace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκοις — ὁρμίσκος small necklace masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκον — ὁρμίσκος small necklace masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκου — ὁρμίσκος small necklace masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκους — ὁρμίσκος small necklace masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκων — ὁρμίσκος small necklace masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμίσκῳ — ὁρμίσκος small necklace masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»