-
1 οριζομένη
ὁρίζωdivide: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὁρίζωdivide: pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ὁριζομένη
Βλ. λ. οριζομένη -
3 ὁριζομένῃ
Βλ. λ. οριζομένη
См. также в других словарях:
ὁριζομένη — ὁρίζω divide pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁριζομένῃ — ὁρίζω divide pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος … Dictionary of Greek