-
1 ορέω
ὀρεύςmule: masc acc sg (epic ionic)ὀρεύςmule: masc gen sg (epic ionic)——————ὁράωInscr. destombeaux des rois: pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic)ὁράωInscr. destombeaux des rois: pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form) -
2 ὁρέω
-
3 ορεω
-
4 ὁρέω
-
5 ὀρέω
Βλ. λ. ορέω -
6 ὁρέω
Βλ. λ. ορέω -
7 ὀρεω-πολέω
ὀρεω-πολέω, = ὀρεοκομέω, in Gramm., die es vielleicht zum Unterschiede von ὀρεοπολέω bildeten, s. Lob. Phryn. 696.
-
8 ὀρεω-πώλης
ὀρεω-πώλης, ὁ, oder richtiger ὀρεοπώλης, Maulthierverkäufer, Suid.
-
9 ὀρεω-κόμος
ὀρεω-κόμος, ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für ὀρεοκόμος.
-
10 ὀρεω-ζεύκτης
ὀρεω-ζεύκτης, ὁ, = ὀρεοζεύκτης, zw.
-
11 ὀρεω-κομέω
ὀρεω-κομέω u. ὀρεωκομία, ἡ, = ὀρεοκομέω, ὀρεοκομία, zw.
-
12 προς-ορέω
προς-ορέω, angränzen, τινί, Pol., τοὺς προςοροῠντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.
-
13 συν-ορέω
-
14 συν-ομ-ορέω
συν-ομ-ορέω, mit angränzen, N. T.
-
15 ἀπ-ορέω
-
16 ὁμ-ορέω
-
17 ἐπ-ορέω
-
18 ἐν-ορέω
-
19 ὀρεωπολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεωπολέω
-
20 ὀρεωκομέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεωκομέω
См. также в других словарях:
ορέω — ὁρέω (Α) (ιων. ασυναίρ. τ.) βλ. ὁρῶ … Dictionary of Greek
ὀρέω — ὀρεύς mule masc acc sg (epic ionic) ὀρεύς mule masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρέω — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέως — ὀρέω̆ς , ὀρεύς mule masc gen sg ὀρεύς mule masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
κὠρέων — ὀρέων , ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρέων , ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl ὠρέων , ὤρα care fem gen pl (epic ionic) ὠ̱ρέων , ὦρος sleep neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρέων — ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)