-
1 οπόστος
-
2 ὁπόστος
-
3 ὁπόστος
A in what or which place in numerical order,ὁπόστον μέρος Archyt. 1
; ὁ. εἰλήχει what number he had drawn, Pl.R. 617e ; ὁ. ἐγένετο ἀφ' Ἡρακλέους how many generations from.., X.Ages.1.2 ; οὕτως ὁπόστος τὸν ἀριθμόν, κτλ., in a sense determined by the number of which he is one, Arist.Pol. 1262a3 ;οὐ πρῶτος, οὐ δεύτερος.., οὐχ ὁποστοσοῦν D.18.310
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπόστος
-
4 ὁπόστος
-
5 οποστος
-
6 ὁπόστος
-
7 ὁποστος-οῦν
ὁποστος-οῦν, der wievielte auch immer, quotuscunque, Dem. 18, 310.
-
8 ὁποστοςοῦν
ὁποστος-οῦν, der wievielte auch immer, quotuscunque -
9 οπόστον
-
10 ὁπόστον
-
11 οποστοσούν
-
12 ὁποστοσοῦν
-
13 οπόστην
-
14 ὁπόστην
-
15 ἀπομνημονεύω
A relate from memory, Pl.Phdr. 228a, etc.:—[voice] Pass., to be recorded,ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἐγένετο X.Ages.1.2
.2 remember, call to mind, Pl.Plt. 268e, Phd. 103b, Ly. 211a, D.19.13, Aeschin.3.16, etc.; keep in mind, ,al.3 ἐπὶ τούτου τὠυτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι gave his son the same name in memory of a thing, Hdt.5.65.4 ἀ. τινί τι bear something in mind against another, X.Mem.1.2.31, Aeschin.1.129, 3.208;οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀ. Arist.EN 1125a4
.5 τινί τι bear in mind favourably,πατρικὰς εὐεργεσίας D.Ep. 3.19
;χάριν Luc.Sacr.2
, JTr.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομνημονεύω
См. также в других словарях:
οπόστος — ὁπόστος, η, ον (Α) 1. πόσος ως προς τον αριθμό, ως προς τη θέση που κατέχει σε μια αριθμητική σειρά («ὁπόστος εἰλήχει» τί αριθμό είχε πετύχει με την κλήρωση, Πλάτ.) 2. φρ. «ὁπόστος εἰμὶ» ή «ὁπόστος γίγνομαι ἀπό τινος» πόσες γενιές απέχω από… … Dictionary of Greek
ὁπόστος — in what masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόστον — ὁπόστος in what masc acc sg ὁπόστος in what neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποστοσοῦν — ὁπόστος in what indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόστην — ὁπόστος in what fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποστημόριος — ὁποστημόριος, ία, ον (Α) πόσου ή ποιού μέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + μόριος (< μόρος < μείρομαι), πρβλ. πολλοστη μόριος] … Dictionary of Greek
οποστοσούν — ὁποοτοσοῡν (Α) οποιασδήποτε τάξης ή σειράς κι αν είναι, όσος και αν είναι στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + οὖν (πρβλ. οιοσ ούν)] … Dictionary of Greek