-
1 οποιοσπερ
См. также в других словарях:
οποιόσπερ — ὁποιόσπερ, ὁποιάπερ, ὁποιόνπερ (Α) (αντων.) (με βεβ. σημ.) βλ. οποίος … Dictionary of Greek
ὁποῖοσπερ — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek