-
1 οποσακις
(ᾰ) adv. сколько бы раз ни, всякий раз как, столь частоὁ. ἂν δοκῇ αὐτῷ Plat. — столько раз, сколько ему вздумается
-
2 οποσάκις
-
3 ὁποσάκις
-
4 ὁποσάκις
ὁποσάκῐς [pron. full] [ᾰ], [dialect] Aeol. [full] ὁποσσάκιν (leg. ὁππόσσακιν) Theoc.30.27:— Adv., ([etym.] ὁπόσος)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁποσάκις
-
5 ὁποσάκις
ὁποσάκις, so vielmal wie, so oft wie; Xen. Cyr. 2, 3, 23; c. ἄν u. Conj., so oft auch immer, Plat. Theaet. 197 d.
-
6 ὁποσάκις
ὁποσάκις, so vielmal wie, so oft wie -
7 ὁποσακις-οῦν
ὁποσακις-οῦν, so oft auch immer, Theophr.
-
8 ὁποσακιςοῦν
См. также в других словарях:
ὁποσάκις — as many times as . . indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποσάκις — (Α ὁποσάκις, αιολ. τ. ὁποσσάκιν και κατά δ. γρφ. και ανάγν. ὁππόσσακιν) (αναφ. επίρρ.) 1. οσάκις, όσες φορές («ἀεὶ τοῡτο ποιεῑτε; ὁποσάκις, ἔφη, δειπνοποιούμεθα», Ξεν.) 2. (με το μόριο αν και με υποτ.) όσες φορές και αν («καὶ τοῡτο ἐξεῑναι ποιεῑν … Dictionary of Greek
οποσακισούν — ὁποσακισοῡν (Α) (αορστλ. επίρρ.) όσες φορές και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποσάκις + οὖν (πρβλ. οπωσ ούν)] … Dictionary of Greek