-
1 οποιοστισουν
ὁποιητισοῦν, ὁποιοντιοῦν pron. relat. какой бы то ни было, тот или иной, любойὁποιαντινοῦν εἰρήνην ποιήσασθαι Lys. — заключить мир на любых условиях
См. также в других словарях:
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek