Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁπλῑτεία

См. также в других словарях:

  • ὁπλιτεία — ὁπλιτείᾱ , ὁπλιτεία the service of the heavyarmed fem nom/voc/acc dual ὁπλιτείᾱ , ὁπλιτεία the service of the heavyarmed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιτεία — ὁπλιτεία, ἡ (Α) [οπλιτεύω] η υπηρεσία τών οπλιτών («ναυτικὴ ὁπλιτεία» η υπηρεσία τών οπλιτών στο ναυτικό, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιτείας — ὁπλιτείᾱς , ὁπλιτεία the service of the heavyarmed fem acc pl ὁπλιτείᾱς , ὁπλιτεία the service of the heavyarmed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»