Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁπλιτοδρόμος

См. также в других словарях:

  • οπλιτοδρόμος — ὁπλιτοδρόμος, ον (Α) αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιτοδρόμος — running a race in armour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμον — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem acc sg ὁπλιτοδρόμος running a race in armour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμου — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιτοδρόμῳ — ὁπλιτοδρόμος running a race in armour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιτοδρομία — ὁπλιτοδρομία, ἡ (Α) [οπλιτοδρόμος] αγώνας δρόμου οπλισμένων ανδρών, τον οποίο περιέλαβαν στα Ολύμπια το 520 περίπου π.Χ., αλλ. οπλίτης δρόμος …   Dictionary of Greek

  • οπλιτοδρομώ — ὁπλιτοδρομῶ, έω (Α) [οπλιτοδρόμος] μετέχω σε αγώνα δρόμου φορώντας την πανοπλία μου, εκτελώ οπλίτοδρομία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»