Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁπλιταγωγός

См. также в других словарях:

  • οπλιταγωγός — ό (Α ὁπλιταγωγός, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό βοηθητικό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων αρχ. αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιταγωγός — ὁπλῑταγωγός , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιταγωγώ — ὁπλιταγωγῶ, έω (Μ) [οπλιταγωγός] μεταφέρω οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιταγωγοῖς — ὁπλῑταγωγοῖς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγοί — ὁπλῑταγωγοί , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγούς — ὁπλῑταγωγούς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»