-
1 οπηουν
adv., тж. раздельно каким бы способом ни, как бы ниοὐδὲν διοίσει αὐτῷ, ὁ. τῶν ἐνθάδε ὁτιοῦν γίγνεσθαι Plat. — ему будет безразлично, к чему приведет все то, о чем бы здесь ни говорилось
См. также в других словарях:
οπηούν — ὁπῃοῡν (Α) επίρρ. βλ. όπη … Dictionary of Greek
ὁπῃοῦν — ὅπη by which indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπη — ὅπη, επικ. τ. ὅππη και κατά ορθότ. γρφ. ὅπῃ, δωρ. τ. ὅπᾳ και ὅππᾳ, ὅπη και ὅπει, αιολ. τ. ὄππα ή ὄππᾳ και ὅπα, ιων. τ. ὅκη ή ορθότ. ὅκῃ (Α) (επίρρ. σε αναφορικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις) 1. (για τόπο) ποιο δρόμο ή από ποιο δρόμο, ποια… … Dictionary of Greek