-
1 ὁπηλίκος
A however big (or small), how big, Pl.Lg. 737c, Epicur.Ep.1p.16U. ; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145 ; indef. [full] ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael. 274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; [full] ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπηλίκος
См. также в других словарях:
οπηλικοσδηποτούν — ὁπηλικοσδηποτοῡν (Α) οσοδήποτε και αν είναι μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπηλίκος + δήποτε + οὖν (πρβλ. οιοσ δηποτ ούν)] … Dictionary of Greek