-
1 ὁνί
-
2 βραχίον'
βραχί̱ονα, βραχίωνarm: masc acc sgβραχί̱ονι, βραχίωνarm: masc dat sgβραχί̱ονε, βραχίωνarm: masc nom /voc /acc dualβραχίονα, βραχύςshort: neut nom /voc /acc comp pl (ionic)βραχίονα, βραχύςshort: masc /fem acc comp sg (ionic)βραχί̱ονα, βραχύςshort: neut nom /voc /acc comp pl (attic)βραχί̱ονα, βραχύςshort: masc /fem acc comp sg (attic)βραχίονι, βραχύςshort: dat comp sg (ionic)βραχί̱ονι, βραχύςshort: dat comp sg (attic)βραχίονε, βραχύςshort: nom /voc /acc comp dual (ionic)βραχί̱ονε, βραχύςshort: nom /voc /acc comp dual (attic) -
3 βραχίονι
βραχί̱ονι, βραχίωνarm: masc dat sgβραχύςshort: dat comp sg (ionic)βραχί̱ονι, βραχύςshort: dat comp sg (attic) -
4 πληρόω
πληρόω, vollmachen, füllen, τί τινος, Her. 3, 123; pass. voll sein; πνεύμασι πληρούμενοι, Aesch. Spt. 446, vgl. Eum. 540; πληροῠσιν πυράν, Eur. Hec. 574; κρατῆρα, Ion 1192; auch εἰς ἄγγος τι, I. T. 954; πληροῖ αὐτὰ ὥςπερ οἱ ἐπαντλοῦντες, Plat. Phaed. 112 a; φρονήματος πληροῠται, Polit. 290 d; κενούμενος ἐρᾷ πληροῠσϑαι, Phil. 35 a; γνώμη ἀκουσμάτων, Isocr. 1, 12; insbes. – a) Schiffe bemannen; τριήρεις, Ar. Plut. 172; ναῦν, Her. 7, 168. 8, 146; Thuc. 6, 30; Isocr. 4, 90, öfter; Pol. 5, 3, 3; auch pass., τὰς ἀεὶ πληρουμένας ναῦς ἐξέπεμπον, Thuc. 3, 77; bei Xen. Hell. 6, 2, 14 so auch im med. gebraucht, für sich; Isae. 11, 48; ähnlich πληροῠτε ϑωρακεῖα, Aesch. Spt. 32. – b) ein Weib schwängern, Ar. H. A. 6, 20. – c) mit Speisen anfüllen, sättigen, befriedigen; εὐόχϑου βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, Eur. Ion 1170; auch übertr., ϑυμόν, seine Lust büßen, Valck. Eur. Hipp. 1327; Plat. Phil. 324 b; τὰς ἐπιϑυμίας, Gorg. 494 c, u. öfter; Folgde, wie Pol. 4, 63, 3, τὸν ἴδιον ϑυμόν, 23, 13, 7; πληρωϑῆναι, gesättigt sein, 7, 15, 9. – d) eine Zahl voll machen, vollzählig machen; Her. 7, 29; πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας, Ar. Eccl. 89, wenn sie vollzählig geworden; τὰ δικαστήρια ἐπληρώϑη, Is. 6, 37; vgl. Dem. 21, 209; οἱ πληροῠντες τὴν βουλήν, τὸν χορόν, die vollzähligen Mitglieder des Rathes, des Chors, Sp. Aehnlich auch πολλοὶ ἐπληρώϑημεν, Eur. I. T. 306, wir kamen vollzählig zusammen. – el eine Pflicht erfüllen, eine Schuld abtragen, ϑανὼν τροφεῖα πληρώσει χϑ ονί, Aesch. Spt. 459; τὴν χρείαν, Thuc. 1, 70; τὴν ἐπαγγελίαν, Arr. Epict. 3, 23; τὰς ὑποσχέσεις, Hdn. 2, 7, 9; N. T., z. B. ἵνα πληρωϑῇ τὸ ῥηϑὲν διὰ τοῠ προφήτου, in Erfüllung gehen, Matth. 1, 22; auch νόμον πληρῶσαι, im Ggstz von καταλῠσαι, 5, 16. – Auch intrans., vollständig sein, ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριϑμὸν τοῦτον, der Weg trifft vollständig auf diese Zahl, hat gerade die angegebene Länge, Her. 2, 7.
-
5 Ιάονι
-
6 Ἰάονι
-
7 Μαχάονι
Μαχά̱ονι, Μαχάωνmasc dat sg -
8 Πανδιονί
Πανδῑονί, Πανδιονίςson of Pandion: fem voc sg -
9 Υπερίονι
-
10 Ὑπερίονι
-
11 βελτίον'
βελτί̱ονα, βελτίωνbetter: neut nom /voc /acc comp plβελτί̱ονα, βελτίωνbetter: masc /fem acc comp sgβελτί̱ονι, βελτίωνbetter: dat comp sgβελτί̱ονε, βελτίωνbetter: nom /voc /acc comp dual -
12 βελτίονι
βελτί̱ονι, βελτίωνbetter: dat comp sg -
13 διδυμάονι
διδυμά̱ονι, διδυμάωνtwins: masc /fem dat sg -
14 ευκίονι
-
15 εὐκίονι
-
16 ευπίονι
-
17 εὐπίονι
-
18 ηδίον'
ἡδί̱ονα, ἡδύςpleasant: neut nom /voc /acc comp plἡδί̱ονα, ἡδύςpleasant: masc /fem acc comp sgἡδί̱ονι, ἡδύςpleasant: dat comp sgἡδί̱ονε, ἡδύςpleasant: nom /voc /acc comp dual -
19 ἡδίον'
ἡδί̱ονα, ἡδύςpleasant: neut nom /voc /acc comp plἡδί̱ονα, ἡδύςpleasant: masc /fem acc comp sgἡδί̱ονι, ἡδύςpleasant: dat comp sgἡδί̱ονε, ἡδύςpleasant: nom /voc /acc comp dual -
20 ηδίονι
См. также в других словарях:
ονί — ὁνί (Α) (αρκαδικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνε] … Dictionary of Greek
ὀνίτιδα — ὀνί̱τιδα , ὀνῖτις pot marjoram fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίτιδος — ὀνί̱τιδος , ὀνῖτις pot marjoram fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεφτρόνι — το κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. όνι (< ιταλ. one), πρβλ. καδρ όνι, κασ όνι] … Dictionary of Greek
φρεγαδόνι — το, Ν μικρή φρεγάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεγάδα + υποκορ. κατάλ. όνι (πρβλ. γλαρ όνι: γλάρος, ψαρ όνι: ψάρος)] … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
πλατόνι — το, Ν είδος ελαφιού με πολύκλαδα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς (πρβλ. γλαρ όνι, ψαρ όνι)] … Dictionary of Greek
πρεζόνι — το, Ν πρεζάκιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέζα + ονι (πρβλ. τρομπ όνι)] … Dictionary of Greek
χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ … Dictionary of Greek
ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας … Dictionary of Greek
Ίφε — Αρχαία πόλη της Νιγηρίας, έδρα των Γιορούμπα, μίας από τις πιο πολυάνθρωπες αφρικανικές φυλές. Oι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αρχαίο λαό, που πιθανότατα δέχθηκε τις επιδράσεις άλλων πληθυσμών και πολιτισμών κατά τη χριστιανική… … Dictionary of Greek