Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁνί

См. также в других словарях:

  • ονί — ὁνί (Α) (αρκαδικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνε] …   Dictionary of Greek

  • ὀνίτιδα — ὀνί̱τιδα , ὀνῖτις pot marjoram fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνίτιδος — ὀνί̱τιδος , ὀνῖτις pot marjoram fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεφτρόνι — το κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. όνι (< ιταλ. one), πρβλ. καδρ όνι, κασ όνι] …   Dictionary of Greek

  • φρεγαδόνι — το, Ν μικρή φρεγάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεγάδα + υποκορ. κατάλ. όνι (πρβλ. γλαρ όνι: γλάρος, ψαρ όνι: ψάρος)] …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • πλατόνι — το, Ν είδος ελαφιού με πολύκλαδα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς (πρβλ. γλαρ όνι, ψαρ όνι)] …   Dictionary of Greek

  • πρεζόνι — το, Ν πρεζάκιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέζα + ονι (πρβλ. τρομπ όνι)] …   Dictionary of Greek

  • χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας …   Dictionary of Greek

  • Ίφε — Αρχαία πόλη της Νιγηρίας, έδρα των Γιορούμπα, μίας από τις πιο πολυάνθρωπες αφρικανικές φυλές. Oι ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αρχαίο λαό, που πιθανότατα δέχθηκε τις επιδράσεις άλλων πληθυσμών και πολιτισμών κατά τη χριστιανική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»