Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμ-ῑλία

См. также в других словарях:

  • Ἰλία — Ἰλίᾱ , Ἴλιος Ilium fem nom/voc/acc dual Ἰλίᾱ , Ἴλιος Ilium fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλίᾳ — Ἰλίᾱͅ , Ἴλιος Ilium fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιλία — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Αινεία ή άγνωστη νέα από το Ίλιο η οποία προερχόταν από τις οικογένειες που κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ι., μητέρα από τον Άρη του Ρώμου και του Ρωμύλου, ρίχτηκε στον Τίβερη από τον βασιλιά Αμούλιο. Σύμφωνα με άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Ἴλια — Ἴλιον Ilium neut nom/voc/acc pl Ἴλιος Ilium neut nom/voc/acc pl Ἴλιος Ilium neut nom/voc/acc pl Ἴλιος Ilium neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερεμπούργκ, Ιλιά Γκριγκόριεβιτς — (Ilya Grigoryevich Ehrenburg, Κίεβο 1891 – Μόσχα 1967). Ρώσος δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής. Σπούδασε στη Μόσχα και από νωρίς συνδέθηκε με τους εκεί επαναστατικούς κύκλους, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Το 1908 κατέφυγε στο… …   Dictionary of Greek

  • Λιβυκού, Ίλια — (Ηράκλειο Κρήτης 1918 – Αθήνα 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αποφοίτησε ως αριστούχος από τη Σχολή Εθνικού Θεάτρου το 1947, ενώ παράλληλα σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με …   Dictionary of Greek

  • Μέτσνικοφ, Ιλία Ίλιτς — (Ilya Ilich Mechnikov, Χάρκοβο Ουκρανίας 1845 – 1916). Ρώσος βιολόγος και παθολόγος, ένας από τους ιδρυτές της εξελικτικής εμβρυολογίας. Ο Μ. αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Χάρκοβο το 1864. Ειδικεύτηκε στη βιολογία σε πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek

  • Ρεπίν, Ιλία Γεφίμοβιτς — (Κουγκούγιεφ, Χάρκοβο 1844 – Κουοκάλα, Φιλανδία 1930). Ρώσος ζωγράφος. Πρώτος του δάσκαλος στην τέχνη ήταν ένας ζωγράφος εικόνων, ο Μπουκάνοφ. Στην αρχή φοίτησε στη Σχολή Σχεδίου της Πετρούπολης (1863) και στη συνέχεια σπούδασε ζωγραφική στην… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Ιλία Μιχαήλοβιτς — (1908 – 1968). Ρώσος φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1944. Το 1958 πήρε μαζί με τους Τσερένκοφ και Ταμ το βραβείο Νόμπελ της φυσικής για τη θεωρητική ερμηνεία (1937) του φαινομένου Τσερένκοφ και το 1946, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Ἰλίας — Ἰλίᾱς , Ἴλιος Ilium fem acc pl Ἰλίᾱς , Ἴλιος Ilium fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰλίαν — Ἰλίᾱν , Ἴλιος Ilium fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»