-
1 Ηλυσία
Ἠλυσίᾱ, Ἠλύσιοςfem nom /voc /acc dualἨλυσίᾱ, Ἠλύσιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 Ἠλυσία
Ἠλυσίᾱ, Ἠλύσιοςfem nom /voc /acc dualἨλυσίᾱ, Ἠλύσιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ηλυσία
-
4 ἠλυσία
-
5 ηλύσια
-
6 ἠλύσια
-
7 ἠλυσία
-
8 Ηλύσια
-
9 Ἠλύσια
-
10 ἠλυσία
ἠλυσία, ἡ, der Weg -
11 ὁμ-ηλυσία
-
12 Ηλύσι'
Ἠλύσια, Ἠλύσιονthe Elysian: neut nom /voc /acc plἨλύσια, Ἠλύσιοςneut nom /voc /acc plἨλύσιε, Ἠλύσιοςmasc voc sgἨλύσιαι, Ἠλύσιοςfem nom /voc pl -
13 Ἠλύσι'
Ἠλύσια, Ἠλύσιονthe Elysian: neut nom /voc /acc plἨλύσια, Ἠλύσιοςneut nom /voc /acc plἨλύσιε, Ἠλύσιοςmasc voc sgἨλύσιαι, Ἠλύσιοςfem nom /voc pl -
14 ηλύσι'
ἠλύσιι, ἤλυσιςstep: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἠλύσιε, ἤλυσιςstep: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἠλύσια, ἠλύσιαthe Elysian: neut nom /voc /acc plἠλύσιαι, ἠλυσίηfem nom /voc pl -
15 ἠλύσι'
ἠλύσιι, ἤλυσιςstep: fem dat sg (epic doric ionic aeolic)ἠλύσιε, ἤλυσιςstep: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)ἠλύσια, ἠλύσιαthe Elysian: neut nom /voc /acc plἠλύσιαι, ἠλυσίηfem nom /voc pl -
16 Ηλυσιος
3(ῠ) ЭлисийскийἨλύσιον πεδίον Hom., Ἠλύσια πεδία или Ἠλύσιος λειμών Luc. — Элисийские (неправ. Елисейские) поля (по Hom. - благодатная местность на крайнем западе, где продолжалась жизнь людей, родством связанных с Зевсом, напр., Радаманта и Менелая;
по Hes. и Pind. - она находится на «Островах блаженных» - Μακάρων Νῆσοι - на «Океане»;впоследствии - часть подземного царства, где жили души «блаженных», тогда как души грешников отправлялись в Тартар) -
17 ηλυσίοις
-
18 ἠλυσίοις
-
19 ηλυσίων
-
20 ἠλυσίων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἠλυσία — Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc/acc dual Ἠλυσίᾱ , Ἠλύσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσία — ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc/acc dual ἠλυσίᾱ , ἠλυσίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλύσια — the Elysian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλύσια — (πεδία), τα 1. χώρα με αιώνια άνοιξη όπου, σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, πήγαιναν οι ψυχές των δίκαιων ανθρώπων. 2. παράδεισος, ωραίος και απολαυστικός χώρος: Η ψυχή αυτού του ήρωα αναπαύεται στα Ηλύσια πεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἠλύσια — Ἠλύσιον the Elysian neut nom/voc/acc pl Ἠλύσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλύσι' — Ἠλύσια , Ἠλύσιον the Elysian neut nom/voc/acc pl Ἠλύσια , Ἠλύσιος neut nom/voc/acc pl Ἠλύσιε , Ἠλύσιος masc voc sg Ἠλύσιαι , Ἠλύσιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλυσίοις — ἠλύσια the Elysian neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek
κατηλυσία — κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α) κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ ἄνοδος τε», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυσία (< ηλύτης < ηλυς, πρβλ. κάτ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. εισ ηλυσία, επ ηλυσία] … Dictionary of Greek
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
ομηλυσία — ὁμηλυσία, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) συνοδεία κατά τη διάρκεια ταξιδιού, συντροφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυσία (< ηλύτης < ήλυς, πρβλ. όμ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. κατ ηλυσία] … Dictionary of Greek