Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁμ-ηγερής

См. также в других словарях:

  • νεφεληγερής — νεφεληγερής, ὁ (Α) νεφεληγερέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + ηγερής (< ἀγείρω «συγκεντρώνω»), πρβλ. ομ ηγερής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ομηγερής — ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, ές (Α) (επικ. τ.) 1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ ἕατ εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηγερής (< θ. αγερ τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»