Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμόχωρος

См. также в других словарях:

  • ὁμόχωρος — neighbouring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόχωρος — η, ο και ομοχώριος, α, ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης 2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι (στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα… …   Dictionary of Greek

  • ὁμόχωρον — ὁμόχωρος neighbouring masc/fem acc sg ὁμόχωρος neighbouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχώροις — ὁμόχωρος neighbouring masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχώρους — ὁμόχωρος neighbouring masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχώρων — ὁμόχωρος neighbouring masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχωρα — ὁμόχωρος neighbouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχωροι — ὁμόχωρος neighbouring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՇԽԱՐՀԻԿ — ( ) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. ὀμόχωρος ejusdem regionis, popularis, vicinus. Որ է ʼի նմին աշխարհէ կամ յերկրէ. գաւառակից. քաղաքակից այր աշխարհիկ. եւ Ինչ մի իւրոյ երկրի. ... *(Սուքիասանք) էին համաշխարհիկք եւ հաւատարիմք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»