-
1 ομοτοιχος
2отделенный (одной) стеной, смежный, соседний(οἰκία Isae.)
ὁ. οἰκεῖν Plat. — жить рядом, быть соседом;γείτων ὁ. Aesch. — близкий сосед
См. также в других словарях:
ὁμότοιχος — having one common wall masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… … Dictionary of Greek
ὁμότοιχον — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc sg ὁμότοιχος having one common wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτοίχους — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοειρκτής — ὁμοειρκτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὁμότοιχος ἐκ τοῡ αὐτοῡ γένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁμοερκής*] … Dictionary of Greek