-
1 ομοπτολις
- εως adj. живущий в том же городеὁ. λεώς Soph. — население города, сограждане
-
2 ομόπτολις
-
3 ὁμόπτολις
-
4 ὁμόπτολις
A v. ὁμόπολις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόπτολις
-
5 ὁμό-πτολις
ὁμό-πτολις, = ὁμόπολις, Θήβης τῆςδ' ὁμόπτολις λεώς, Soph. Ant. 729.
-
6 ὁμόπολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόπολις
-
7 ὅμαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅμαστος
См. также в других словарях:
ομόπτολις — ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α) βλ. ομόπολις … Dictionary of Greek
ὁμόπτολις — ὁμόπολις from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόπολις — ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, τής ίδιας πόλης, συμπολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πόλις] … Dictionary of Greek