Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμίλους

  • 1 ομίλους

    ὁμί̱λους, ὅμιλος
    any assembled crowd: masc acc pl

    Morphologia Graeca > ομίλους

  • 2 ὁμίλους

    ὁμί̱λους, ὅμιλος
    any assembled crowd: masc acc pl

    Morphologia Graeca > ὁμίλους

  • 3 κατ'

    άνδρα по одному (о людях);

    κατ' τετράδες — четвёрками;

    καθ' ομίλους группами;

    κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;

    οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;

    7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):
    κατ' έτος каждый год;

    κατ' μήνα — каждый месяц;

    καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;
    ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):

    υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;

    9):
    τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;

    § τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);

    κατ' λέξη — буквально, дословно;

    κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;
    κατ' αρχάς сначала, сперва;

    κατ' μονάς — наедине;

    κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;

    κατ' τύπους — формально;

    κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;

    κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;

    κατ' κράτος — совершенно;

    κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;

    κατ' εξοχήν преимущественно;

    κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;

    καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;

    έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;

    νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;

    κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;
    καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;

    κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;

    κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;

    άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;

    κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;

    κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;

    κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;

    κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατ'

См. также в других словарях:

  • ὁμίλους — ὁμί̱λους , ὅμιλος any assembled crowd masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • μεθοδισμός — Θρησκευτικό κίνημα, προερχόμενο από την αγγλικανική Εκκλησία. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Τζων και Τσαρλς Γουέσλεϊ και από τον Τζωρτζ Γουάιτφιλντ στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα (1739). Έχει αντιορθολογιστικό και αντιδιανοουμενίστικο χαρακτήρα, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ακοίμητοι — Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης, Σταύρος — (Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης 1865 – 1926). Πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Άρχισε τη σοσιαλιστική πολιτική του δράση το 1884 (ως σπουδαστής του Πολυτεχνείου) και το 1890 οργάνωσε τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο (με περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • κολουμβάριο — Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»