-
1 ομίλοις
-
2 ὁμίλοις
См. также в других словарях:
ὁμίλοις — ὁμί̱λοις , ὅμιλος any assembled crowd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ομίλοις
2 ὁμίλοις
ὁμίλοις — ὁμί̱λοις , ὅμιλος any assembled crowd masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)