-
1 ομάσπιδα
-
2 ὁμάσπιδα
См. также в других словарях:
ὁμάσπιδα — ὅμασπις fellow soldier masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ομάσπιδα
2 ὁμάσπιδα
ὁμάσπιδα — ὅμασπις fellow soldier masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)