-
1 ὁμό-ψηφος
ὁμό-ψηφος, dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσϑαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.
-
2 ὁμόψηφος
ὁμό-ψηφος, dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein anderer; ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme; ὁμόψηφον γίγνεσϑαί τινι, beistimmen
См. также в других словарях:
πολύψηφος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια, πολύψηφις* 2. αυτός που έχει πολλές ψήφους, που έχει το δικαίωμα να ψηφίζει πολλές φορές σε μια ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφος (< ψῆφος, ἡ), πρβλ. μονό ψηφος, ομό ψηφος] … Dictionary of Greek
λεπτόψηφος — λεπτόψηφος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ψῆφος (πρβλ. ισό ψηφος, ομό ψηφος)] … Dictionary of Greek