-
1 ὁμό-φωνος
ὁμό-φωνος, dieselbe Sprache redend, τινί, mit Einem, Her. 3, 98; Thuc. 4, 3. 41; gleich an Klang, dazu-, übereinstimmend, τοῖς δ' ὁμόφωνον αἴλινον εἰπέ, Aesch. Ag. 153; γένος ὁμ. καὶ ὁμόνομον, Plat. Legg. IV, 708 c; Sp., auch adv. ὁμ οφώνως, S. Emp. pyrrh. 3, 239. – In der Musik = im Einklange singend, vgl. Arist. probl. 19, 39.
-
2 ὁμόφωνος
-
3 ομοφωνος
См. также в других словарях:
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ηδύφωνος — ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφώνως (Μ) με γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, λιγό φωνος, ομό φωνος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ισόφωνος — η, ο αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος, υψί φωνος] … Dictionary of Greek
υστερόφωνος — ον, ΜΑ αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον η αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος, ὁμό φωνος] … Dictionary of Greek
οβριμόφωνος — ὀβριμόφωνος, ον (Μ) αυτός που έχει δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος] … Dictionary of Greek
ταυτόφωνος — η, ο / ταὐτόφωνος, ον, ΝΜ αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ομό φωνος] … Dictionary of Greek
φιλόφωνος — ον, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφωνον φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ὁμό φωνος] … Dictionary of Greek