-
1 ὁμότιμος
A equally valued or honoured, held in equal honour, Il. 15.186 ; μακάρεσσι with them, Theoc.17.16 ;μακάρων Nonn.D.7.103
: c. gen. rei, τῆς στρατηγίας ὁ. having an equal share in the command, Plu.Fab.9; οἱ τῶν ὁμοτίμων καλούμενοι, among the Persians, chief nobles, peers, X.Cyr.2.1.9, cf. 7.5.85 : as title at the court of the Ptolemies,οἱ ὁ. τοῖς συγγενέσι PTeb. 254
(ii B.C.), PPar.15.20(ii B.C.). Adv.- μως Aristaenet.1.3
, Phlp.in APr.13.20, in AP0.367.9.2 equal in degree,σηπεδὼν ἐν ἅπασι τοῖς ἀγγείοις Gal.10.745
. Adv.- μως Id.2.653
, al.;ὁ. οἱ χυμοὶ διασήπονται Id.10.606
, cf.Ascl.in Metaph. 226.32, Steph.in Gal.1.270 D.: c. dat.,τοῖς ἰδίοις.. γνωρίσμασι τὰ συνακολουθοῦντα πολλάκις ὁ. γράφων
no less than..,Gal.
9.385.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότιμος
-
2 ὁμότῖμος
ὁμό-τῖμος: like - honored, entitled to equal honor, Il. 15.186†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁμότῖμος
См. также в других словарях:
ευρύτιμος — εὐρύτιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ερί τιμος, ομό τιμος] … Dictionary of Greek
πάντιμος — ον, ΜΑ πολύ έντιμος, τιμιότατος («πάντιμος ἱερεύς», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τιμος (< τιμή), πρβλ. ομό τιμος] … Dictionary of Greek
πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] … Dictionary of Greek