-
1 ὁμόρρυθμος
A of the same form, like, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόρρυθμος
См. также в других словарях:
φιλόρρυθμος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο ρυθμός τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῥυθμός (πρβλ. ὁμό ρρυθμος)] … Dictionary of Greek