-
1 ὁμόθριξ
-
2 ὁμό-τριχος
ὁμό-τριχος, = ὁμόϑριξ, Sp.
-
3 ὄ-θριξ
ὄ-θριξ, ὄτριχος, p. = ὁμόϑριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.
-
4 ὄθριξ
См. также в других словарях:
ομόθριξ — ὁμόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει όμοιες τρίχες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλό θριξ)] … Dictionary of Greek
ὁμότριχας — ὅμοθριξ with the same sort of hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμότριχες — ὅμοθριξ with the same sort of hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομότριχος — ὁμότριχος, ον (Α) ομόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μικρό τριχος] … Dictionary of Greek
όθριξ — ὄθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ. αντί τού ὁμόθριξ) αυτός που έχει όμοιες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek