-
1 ὁμόκλαρος
1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) O. 2.49 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint N. 9.5 -
2 ὁμόκλαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόκλαρος
См. также в других словарях:
ομόκλαρος — ὁμόκλαρος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος … Dictionary of Greek
ομόκληρος — ὁμόκληρος και δωρ. τ. ὁμόκλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει όμοιο κλήρο, ίσο μερίδιο σε περιουσία 2. αυτός που κληρονομεί κάτι σε ίση μοίρα μαζί με άλλους, συγκληρονόμος («ὁμοκλάρεον ἀδελφεόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλῆρος (πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek