Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμόδουλος

См. также в других словарях:

  • ὁμόδουλος — fellow slave masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόδουλος — η, ο θηλ. και ος (ΑΜ ὁμόδουλος, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους νεοελλ. μσν. (για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία αρχ. αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοδούλοιν — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλοις — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλου — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλους — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλων — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδούλῳ — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόδουλοι — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόδουλον — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»