-
1 ομόδουλος
-
2 ὁμόδουλος
-
3 ομοδουλος
-
4 ὁμόδουλος
2 metaph., of persons in love with the same woman, AP12.81 (Mel.).3 of lands, subject to the same charges or servitudes, PMasp.169.26 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόδουλος
-
5 ὁμόδουλος
ὁμό-δουλος, Mitsklave, ἡ, Mitsklavin; mit einem anderen der Liebe huldigend, Nebenbuhler. -
6 σύνδουλος
A fellow-slave, masc., Id. Ion 1109, Ar. Pax 745 (anap.), Theopomp.Com.32.8, Lys.Fr. 331 S., Herod.5.56, Ev.Matt. 18.29, etc.; fem., Hdt.2.134, E.Med.65, etc.; also fem. συνδούλη, Hdt.1.110, Babr.3.6.2 metaph. in NT, Ep.Col.1.7, Apoc.6.11, al. (The statement of Moeris p.273 P., ὁμόδουλος Ἀττικῶς, σύνδουλος Ἑλληνικῶς, is incorrect: Poll.3.82 distinguishes ς. 'slave of the same master' fr. ὁμόδουλος 'companion in slavery'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνδουλος
-
7 ομοδούλοιν
-
8 ὁμοδούλοιν
-
9 ομοδούλοις
-
10 ὁμοδούλοις
-
11 ομοδούλου
-
12 ὁμοδούλου
-
13 ομοδούλους
-
14 ὁμοδούλους
-
15 ομοδούλω
-
16 ὁμοδούλῳ
-
17 ομοδούλων
-
18 ὁμοδούλων
-
19 ομόδουλοι
-
20 ὁμόδουλοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁμόδουλος — fellow slave masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόδουλος — η, ο θηλ. και ος (ΑΜ ὁμόδουλος, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους νεοελλ. μσν. (για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία αρχ. αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την… … Dictionary of Greek
ὁμοδούλοιν — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδούλοις — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδούλου — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδούλους — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδούλων — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοδούλῳ — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδουλοι — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδουλον — ὁμόδουλος fellow slave masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek