-
1 ὁμόδελφυς
ὁμό-δελφυς, υν, = ὁμογάστριος, ον, Call.Fr. 168 (prob. for -φον, -φιν codd. EM), Id.Fr.1.73 P.: [full] ὁμόδελφος, EM16.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόδελφυς
См. также в других словарях:
ομόδελφος — ὁμόδελφος, ον (ΑΜ) ομογάστριος, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δελφύς «μήτρα»] … Dictionary of Greek