-
1 ομόγνιος
-
2 ὁμόγνιος
-
3 ομογνιος
-
4 ὁμόγνιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὁμόγνιος
-
5 ὁμόγνιος
ὁμό-γνιος, ον,A of the same race, brother or sister,ἣ πατρὸς ὁ. ἐστιν ἐμοῖο A.R.3.1076
, cf. 4.743, etc. ;ὁ. πήματα
in the family,APl.
4.44 : metaph.,διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν Procl.in Prm.p.521
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγνιος
-
6 ὁμόγνιος
ὁμό-γνιος, blutsverwandt; bes. aber von Göttern, die Blutsverwandtschaft schützend, Schutzgötter des Stammes, der Familie -
7 ομόγνιον
ὁμόγνιοςof the same race: masc /fem acc sgὁμόγνιοςof the same race: neut nom /voc /acc sg -
8 ὁμόγνιον
ὁμόγνιοςof the same race: masc /fem acc sgὁμόγνιοςof the same race: neut nom /voc /acc sg -
9 ὁμο-γένιος
ὁμο-γένιος, nur zur Ableitung von ὁμόγνιος angenommene Form, Gramm.
-
10 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης -
11 ομογνίοις
-
12 ὁμογνίοις
-
13 ομογνίου
-
14 ὁμογνίου
-
15 ομογνίους
-
16 ὁμογνίους
-
17 ομογνίω
-
18 ὁμογνίῳ
-
19 ομογνίων
-
20 ὁμογνίων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ομόγνιος — ὁμόγνιος, ον (ΑΜ) ο εξ αίματος συγγενής, αδελφός ή αδελφή αρχ. 1. όμοιος, συγγενικός («διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν», Πρόκλ.) 2. (για θεό) προστάτης τού γένους, τής οικογένειας («Ζεὺς ὁμόγνιος», Ευρ.) 3. φρ. «ὁμόγνια πήματα»… … Dictionary of Greek
ὁμόγνιος — of the same race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγνιον — ὁμόγνιος of the same race masc/fem acc sg ὁμόγνιος of the same race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογνίοις — ὁμόγνιος of the same race masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογνίου — ὁμόγνιος of the same race masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογνίους — ὁμόγνιος of the same race masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογνίων — ὁμόγνιος of the same race masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογνίῳ — ὁμόγνιος of the same race masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγνια — ὁμόγνιος of the same race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγνιε — ὁμόγνιος of the same race masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγνιοι — ὁμόγνιος of the same race masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)