Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμωχέτᾱς

См. также в других словарях:

  • ομωχέτας — ὁμωχέτας, ὁ (Α) αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων οε (<… …   Dictionary of Greek

  • ὁμωχέτας — ὁμωχέτᾱς , ὁμωχέτας holding masc acc pl ὁμωχέτᾱς , ὁμωχέτας holding masc nom sg (epic doric aeolic) ὁμωχέτᾱς , ὁμωχέτης masc acc pl ὁμωχέτᾱς , ὁμωχέτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμωχέται — ὁμωχέτας holding masc nom/voc pl ὁμωχέτᾱͅ , ὁμωχέτας holding masc dat sg (doric aeolic) ὁμωχέτης masc nom/voc pl ὁμωχέτᾱͅ , ὁμωχέτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»