-
1 ομωνύμω
ὁμώνυμοςhaving the same name: masc /fem /neut nom /voc /acc dualὁμώνυμοςhaving the same name: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ὁμώνυμοςhaving the same name: masc /fem /neut dat sg -
2 ὁμωνύμω
Βλ. λ. ομωνύμω -
3 ὁμωνύμῳ
Βλ. λ. ομωνύμω -
4 ομωνύμωι
-
5 ὁμωνύμωι
-
6 δίδωμι
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)1 giveσυμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63
θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.21 “ ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32
νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offerοὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
followed by an inf. of purpose:ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33
“ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” P. 4.115ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222
Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41
2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” O. 1.85εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42
τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53
ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4
3 deliver up, give over toὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.ἀποδίδωμι P. 4.67
τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.ἐπιδίδωμι P. 5.124
-
7 θάλος
a flowering garland, crown met., μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (τὴν τῆς νίκης εὐδοξίαν. Σ.) l. 7. 24. ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.b offspring, childΘέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις O. 2.45
Ἡρακλέης σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν O. 6.68
κλεινᾶν Συρακοσσᾶνθάλος Ὀρτυγία N. 1.2
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 36. -
8 κοινός
κοινός (-ῷ, -όν; -άν, -αί; -όν nom., acc.)1 common, mutual, shared of that which people have in common. κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον i. e. that are shared by Theron and Xenokrates O. 2.50 μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος i. e. which his descendants, the Eratidai, have in common O. 7.92 ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν i. e. the hymn in which we join O. 10.11 εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος this prayer in which we all share P. 3.2 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον μεῖξαι i. e. to which both sides are agreed P. 4.222σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.15
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν pr. N. 1.32Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.12
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα pr. N. 7.30 μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος i. e. to be shared between them I. 7.24 n. s. pro subs., the public interest, ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς as a private citizen on a mission of public interest Das private Fest beruft ihn dazu, die Ruhmestaten des ganzen Volkes zu besingen, Wil. O. 13.49 τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. [dub., ὄλβιος ὅστις ἰδὼν ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ' ὑπὸ χθόν (codd.: κεῖν' εἶσ Teuffel, edd.) fr. 137. 1.] -
9 μάτρως
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)1 relative on the mother's side.a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous O. 9.63b mother's brother, uncleεἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. I. 6.62) N. 5.43 ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) I. 6.62 dub.,μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
c ancestor on the mother's sideεἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν O. 6.77
ἕπεται δὲ ( ἐπέβα δὲ coni. Wil.),Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά N. 10.37
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37
]ματρω[ Πα. 7C. b. 2. -
10 ὁμώνυμος
ὁμώνυμος, -ον1 of the same nameμάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
]ν ὁμωνυμο[ Πα. 10. b. 6. [ ζαθέων ἱερῶν ὁμώνυμε πάτερ (v. l. ἐπώνυμε) fr. 105. 2.] ὀλβίων ὁμώνυμε Δαρδανιδᾶν (v. l. ἐπώνυμε: sc. Alexandros, son of Amyntas) fr. 120.
См. также в других словарях:
ομωνυμώ — ὁμωνυμῶ, έω (ΑΜ) [ομώνυμος] έχω την ίδια ονομασία με κάποιον αρχ. 1. έχω την ίδια σημασία 2. (για λέξη) είμαι διφορούμενος, με διπλή σημασία … Dictionary of Greek
ὁμωνύμω — ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνύμῳ — ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνύμωι — ὁμωνύμῳ , ὁμώνυμος having the same name masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)