-
1 ὁμο-στιχάω
ὁμο-στιχάω, mitgehen, τινί, mit Einem, πρώτῃσι καὶ ὑστατίῃσι βόεσσιν αἰὲν ὁμοστιχάει, Il. 15, 635, vom Hirten gesagt.
-
2 ὁμοστιχάω,
ὁμο-στιχάω, u. ὁμο-στιχέω, mitgehen, τινί, mit einem -
3 ὁμοστιχέω
ὁμο-στιχάω, u. ὁμο-στιχέω, mitgehen, τινί, mit einem -
4 ὁμοστιχάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοστιχάω
-
5 ὁμοστιχάω
ὁμο-στιχάω ( στείχω): march along with, keep pace with, Il. 15.635†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁμοστιχάω
-
6 ομοστιχαω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский