-
1 ὁμομήτριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμομήτριος
См. также в других словарях:
μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… … Dictionary of Greek
ετερομήτριος — α, ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, ον) (για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομο μήτριος] … Dictionary of Greek