Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁμοῦ+πάντες

  • 1 αναμιγνυμι

        v. l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
        1) примешивать, смешивать
        

    (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὴ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.)

        ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. — смешавшись в общую кучу;
        τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. — смешавшись с толпой, окружавшей алтарь;
        ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur.связывать свою судьбу с чьей-л.

        2) med. находиться в близких отношениях, общаться
        

    (παρ΄ ἀλλήλους ἰόντες καὴ ἀναμιγνύμενοι Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αναμιγνυμι

См. также в других словарях:

  • ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱՅՆ — (ի, իւ. ամենայնք, այնց կամ այնից, նիւք.) NBH 1 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. Ամէն. համայն. համօրէն. համակ. հանուր. բնաւ. ամէն. ... (որպէս եւ լտ. օ՛մնիս, օ՛մնէ.) πᾶς omnis, σύμπας… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… …   Dictionary of Greek

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»