Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνα-μίγνῡμι

  • 1 αναμιγνυμι

        v. l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
        1) примешивать, смешивать
        

    (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὴ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.)

        ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. — смешавшись в общую кучу;
        τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. — смешавшись с толпой, окружавшей алтарь;
        ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur.связывать свою судьбу с чьей-л.

        2) med. находиться в близких отношениях, общаться
        

    (παρ΄ ἀλλήλους ἰόντες καὴ ἀναμιγνύμενοι Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αναμιγνυμι

См. также в других словарях:

  • μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] …   Dictionary of Greek

  • μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»