Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμοίου

См. также в других словарях:

  • ὁμοιοῦ — ὁμοιόω make like pres imperat mp 2nd sg ὁμοιόω make like imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίου — ὅμοιος like masc/neut gen sg (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/fem/neut gen sg ὁμοῖος like masc/neut gen sg ὁμοιόω make like pres imperat act 2nd sg ὁμοιόω make like imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

  • MUSCUS — apud Hieronym. ad Iovinian. l. 2. Odoris autem suavitas et diversa thymiamata et amomum et cyphi et oenanthe et Muscus et peregrini muris pellicula: est Graecorum μόσχος, Latine etiam hinc moschus, qui per se odoramentum facit idque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροπήνιον — ἀκροπήνιον, το (Μ) είδος παιδικού παιχνιδιού, όμοιου με τη σβούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηνίον «αδράχτι»] …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • εσράρ — 1. ινδικό έγχορδο μουσικό όργανο 2. (φαρμ.) είδος ναρκωτικού όμοιου με χασίς. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. esrar] …   Dictionary of Greek

  • ισόφθογγος — ἰσόφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει ίσους φθόγγους, δηλαδή αυτός που ηχεί με ήχους ή φωνές όμοιου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ηδύ φθογγος, υγρό φθογ γος] …   Dictionary of Greek

  • κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… …   Dictionary of Greek

  • κίκαμα — κίκαμα, τὰ, στον Ησύχ. κικαμία, ἡ (Α) είδος λάχανου όμοιου με την καυκαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. είναι χαρακτηριστική ονομασιών φυτών (πρβλ. σήσ αμα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»